- ξυλοτρόφος
- -ο (Α ξυλοτρόφος, -ον)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφαεντομολ. τα ξυλοφάγο έντομααρχ.αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.